Το project αφορά την ανέγερση συγκροτήματος τριών κτιρίων, που θα στεγάζουν έξι ενοικιαζόμενα διαμερίσματα και χώρο υποδοχής με υπόγειο, και κολυμβητική δεξαμενή.
Η θέση του οικοπέδου βρίσκεται στο Νότιο τμήμα της νήσου Σύρου και απέχει 11,5χλμ από την Ερμούπολη, πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Η Σύρος συνδέεται ακτοπλοικά με τον Πειραιά, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Σαντορίνη καθ άλλα νησιά των Κυκλάδων. Επίσης, διαθέτει αεροδρόμιο και άμεση σύνδεση με το αεροδρόμιο της Αθήνας.
Η παρούσα αρχιτεκτονική μελέτη, αρχικά αποσκοπεί στη βέλτιστη αξιοποίηση του αναγλύφου και της θέας, κατόπιν ανάλυσης του οικοπέδου. Η δόμηση προτείνεται να σχεδιαστεί αντικατοπτρικά της θέας, διαμορφώνοντας την είσοδο στο συγκρότημα από τη διασταύρωση των δύο εφαπτόμενων στο οικόπεδο οδών, απ’όπου πραγματοποιείται και η βέλτιστη θέαση προς τη θάλασσα.
Σκοπός είναι το «καδράρισμα» της θέας από τους κτιριακούς όγκους κατά την είσοδο στο συγκρότημα, «αποσιωπώντας» τους οπτικούς «θορύβους» των περιμετρικών και γειτονικών δομικών στοιχείων.
Στη συνέχεια, βασική αφετηρία σχεδιασμού, αποτέλεσε η ενδελεχής μελέτη και κατανόηση της παραδοσιακής και λαϊκής αρχιτεκτονικής της Σύρου, και η απόδοση των μορφών και συνθέσεων που παρατηρούνται, σε λιτές και σύγχρονες γραμμές.
Σε μία πρώτη συνολική ανάγνωση, η αρχιτεκτονική της Σύρου αναλύεται σε τρία επίπεδα: Τα νεοκλασσικά της Ερμούπολης, τη λαϊκή αρχιτεκτονική της Άνω Σύρου, και τα αγροτικά κτίσματα στις εξοχές.
Όπως και σε όλους σχεδόν τους κυκλαδίτικους οικισμούς, έτσι και στην Άνω Σύρο, η περιήγηση αποτελεί ξεχωριστή εμπειρία ποικίλων ερεθισμάτων, με το αίσθημα του προσανατολισμού και της προοπτικής να εντείνεται με την κλίση (αναβάσεις), τις οπτικές φυγές και άλλες συναφείς ποιότητες. Οι φραγμοί, τα αδιέξοδα και οι διασταυρώσεις αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της αμυντικής οργάνωσης του οικισμού.
Οι κτιριακοί όγκοι του οικισμού είναι προσαρμοσμένοι στην ανθρώπινη κλίμακα και τις ανθρώπινες ανάγκες. Οι λαϊκές κατοικίες αποτελούν κτίσματα τα οποία έχουν περιοριστεί σε έκταση και έχουν αναπτυχθεί σε ύψος προς οικονομία κάλυψης στα μικρά οικόπεδα. Έτσι τα σχήματα των κατόψεων (συνήθως ορθογώνια) συχνά ξεφεύγουν από το γενικό περίγραμμα, ή εντοπίζονται στον όροφο χώροι πάνω από το γειτονικό κτίριο ή το δρόμο, επιτυγχάνοντας μία κτιριακή πολυπλοκότητα.
Σε μία πρώτη σχηματική ανάλυση, των κτιριακών όγκων, παρατηρούνται ορθοκανονικά σχήματα σε συνδυασμό με καμπύλα στοιχεία, στρέψεις των όγκων μεταξύ ισογείου και ορόφου, διαμόρφωση στοών και ογκοπλασίες ορόφων πάνω από περάσματα και διαφορετικές ιδιοκτησίες.
Κατόπιν της ογκοπλαστικής αυτής ανάλυσης, στην παρούσα πρόταση, τα εν λόγω σχήματα μετουσιώνονται σε λιτές και σύγχρονες κτιριακές εγκαταστάσεις, διατηρώντας όμως το αρχικό τους σημείο αναφοράς, αυτό της παραδοσιακής και ιστορικής αρχιτεκτονικής της νήσου.
Ξεκινώντας τη χάραξη, υπήρξαν ως αφετηρία σχεδιασμού οι αρχές του προσανατολισμού, της προοπτικής, η στρέψη και η κτιριακή πολυπλοκότητα η οποία όμως αποδίδεται με λιτό και αβίαστο τρόπο, και προκύπτει από τις ποιότητες, την κλίση και τον προσανατολισμό του οικοπέδου, αξιοποιώντας τα στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Στη ΜORPHÓ πιστεύουμε ακράδαντα ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι απλώς η δημιουργία κτιρίων, αλλά ένας τρόπος να αφήσουμε το αποτύπωμά μας στον πολιτισμό, την τέχνη και την καθημερινότητα.