Η περιοχή μελέτης του έργου είναι η Οία στη Σαντορίνη και θέμα η μετατροπή και ανακαίνιση υπόσκαφης κατοικίας με αυλή σε premium κατάλυμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, σε συνδυασμό με τη αλλαγή χρήσης σχεδόν ολόκληρου του κτιριακού αποθέματος της περιοχής σε τουριστικά ακίνητα προς εκμετάλλευση, τίθενται οι βασικοί τομείς που έπρεπε να επιλυθούν. Η λειτουργία μέσα σε εάν μικρής έκτασης οίκημα, η μέγιστη αξιοποίηση του φωτός και των οπτικών φυγών προς τη θάλασσα, η επιλογή υλικών που θα σέβονται στο μέγιστο δυνατό την ιστορικότητα και η λιτή εσωτερική διαμόρφωση και η εισαγωγή νέων παροχών με αναφορά στο σήμερα και στο μέλλον διαμόρφωσαν τον κύριο γνώμονα σχεδιασμού.
Η πρώτη διαπίστωση κατά την επίσκεψη στον οικισμό ήταν η παρουσία διπόλων: έντονες αντιθέσεις σχηματίζουν τη σαγηνευτική εικόνα. Ειδικότερα, μπορεί κάποιος να σκεφτεί την ανεμπόδιστη θέα και το έντονο αμφιθεατρικό υπόβαθρο με κλειστούς σπηλαιωδεις όγκους, σκαμμένους στο βράχο, που από το εσωτερικό τους σχεδόν δεν έχουν οπτική επαφή με αυτήν. Αυτοί οι όγκοι είναι σμιλεμένοι με το χέρι, αφήνοντας το ανθρώπινο αποτύπωμα οριακά πάνω στη γυαλάδα της θάλασσας και εξοπλίζονται με ξύλινη επίπλωση λεπτομερώς κατασκευασμένη που τοποθετούνται δίπλα στις χτιστές πλαστικά σχηματισμένες διαμορφώσεις.
Πιο αναλυτικά, η Οία αποτελείται από ένα σύνολο μονοπατιών και υπόσκαφων κατοικιών με αυλή οι οποίες ξεπροβάλλουν από τον βράχο μόνο σε όψη αναδεικνύοντας την κοινή κυκλαδίτικη μορφή κτισμένου περιβάλλοντος: τυπικοί, κατοψικά κυβιστικοί όγκοι που τοποθετούνται κάθετα και οριζόντια στις υψομετρικές γραμμές. Η διαφορά της Οίας είναι ότι οι υψομετρικές γραμμές (κλίση του εδάφους) είναι πιο έντονες από άλλες περιοχές, προσδίδοντας της αξία στην έννοια του παραλόγου που διαθέτει η τελική της εικόνα.
Οι υπόσκαφες κατοικίες ήταν χώροι διαμονής ανθρώπων με χαμηλό εισόδημα. Περιορίζονταν στις βασικές παροχές, σε χώρους με τυπική κάτοψη: η όψη με την κεντρική θύρα και δύο ανοίγματα εκατέρωθεν ξεπροβάλλει από το λόφο, οδηγεί σε σάλα (συνήθως μέσα στο έδαφος, για αυτό το λόγο ονομάζονται υπόσκαφα) η οποία με την ίδιας διάταξης όψη οδηγούσε σε δεύτερο δωμάτιο. Το σύνολο της μονάδας συμπλήρωνε η αυλή, όπου ήταν η εστία και η στέρνα για τη συλλογή του βρόχινου νερού λόγω λειψυδρίας. Αυτός ο τύπος της κατοικίας σε τομή ήταν σπηλαιωδης (θολωτός), χωρισμένος σε βάση – κορμό – στέψη, σκαμμένος με το χέρι και διαμορφωμένος στο απολύτως απαραίτητο ύψος για κατοίκηση με τεχνικές αερισμού για τον περιορισμό της υγρασίας, με απουσία διακόσμου.
Χρειάζεται να υπογραμμιστεί ο στόχος της μελέτης που τέθηκε από την ομάδα. Με γνώμονα την παραπάνω ανάλυση, τέθηκε σαν πρόκληση η εξισορρόπηση των άκρων, όχι με την έννοια της απαλοιφής του κενού χώρου ενδιάμεσα τους αλλά με τη γεφύρωση του μέσω σταδίων που κινούν το ενδιαφέρον του ανθρώπου με στόχο τη δημιουργία ενός φόντου που θα μπορεί να παρέχει ερεθίσματα (και κατ’ επέκταση εμπειρίες διαφορετικές στον κάθε χρήστη ανάλογα με τα δικά του βιώματα).
Η αρχιτεκτονική και εσωτερική σύνθεση απαρτίζεται θεωρητικά από τα παρακάτω μέρη:
● τις επιφάνειες που λούζονται σχεδόν κάθετα από το φως, έχουν τη χαρακτηριστική γυαλάδα, όπως τα λευκά δάπεδα στην Οία ή η θάλασσα που προβάλλεται σα σκηνή θεάτρου με σκάφη απέναντι από αυτή (η βάση στο τρίπτυχο βάση- κορμός – στέψη),
● τις έντονα γλυπτικές επιφάνειες που τέμνουν τις επιφάνειες με τη γυαλάδα και είναι αυτές που έχουν σκαφτεί και δομηθεί με το χέρι (ο κορμός και η στέψη).
Η ομάδα της Morphό κλήθηκε να ενώσει τα παραπάνω και να στρέψει το ενδιαφέρον του επισκέπτη και στον εσωτερικό χώρο, αναδεικνύοντας τις αντίστοιχες ποιότητες. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε για την αφήγηση ήταν η δημιουργία ενδιάμεσων ορίων για μεγαλύτερο οπτικό ενδιαφέρον, ανάμεσα από τα οριακά (πχ τοίχοι) όρια (όπως τα ορίζει ο Δημήτρης Φατούρος στο βιβλίο του “Ένα συντακτικό της αρχιτεκτονικής σύνθεσης”).